παπαδοπούλα

παπαδοπούλα
η
1. η κόρη τού παπά
2. κοινή ονομασία είδους τού φυτού λεοντόδους, αλλ. παπαδούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + κατάλ. -πούλα (πρβλ. βασιλο-πούλα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παπαδοπούλα — η η κόρη του παπά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παπαδοπαίδι — το 1. το παιδί τού παπά, Παπαδόπουλο ή παπαδοπούλα 2. μικρό παιδί το οποίο, ντυμένο με ειδική, λευκή συνήθως στολή, παίρνει μέρος σε εκκλησιαστικές τελετές ή βοηθά τον ιερέα κατά την τέλεση τής λειτουργίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”